Άνθρωπος Μαρίκα, Σάκης Σερέφας, Εκδόσεις Μεταίχμιο
Άφησε το αυτοκίνητο χαμηλά στην οδό Μεγάρων. Κοίταξε τα νούμερα φόρεσε το σακάκι του γιατί ο καιρός δεν αστειεύεται τον Νοέμβρη και προχώρησε. Σχεδόν φαντάστηκε τις φωνές, Βαγγελιώ, Βαγγελιώ από τα προσφυγικά που στάθηκαν φλόγες αχειροποίητες σε τούτη την οδό. Είναι άγια εκείνα τα σπίτια επειδή δώσανε στέγη και θαλπωρή στους διωγμένους. Άγια, επειδή εκεί μέσα μεγάλωσε με στερήσεις και βάσανα το μέτρο της αξιοπρέπειας, το ήθος και το ανάστημα που ανανέωσε ριζικά μια δαπανημένη νεοελληνική πραγματικότητα. Και ας έχουν τοίχους κακοφτιαγμένους και ετοιμόρροπα πορτόφυλλα, και ας είναι σπαρμένα τα σανίδια με στάμπες κερί, κρατούν μια αξιοπρέπεια αυτά τα χαμόσπιτα. Και φαντάζουν αληθινές βιλίτσες, μικροί, ακριβοί ναοί μες στην φασαρία της μοντέρνας πολιτείας. Βαγγελιώ, Βαγγελιώ και ένα κορίτσι δώδεκα χρονών διασχίζει το καλντερίμι σαρώνοντας τα πεσμένα φύλλα. Πίσω του γκρεμίζεται για πάντα η οδός Μεγάρων.
Ο άνθρωπός μου θα με περίμενε έξω από το παλιό σπιτάκι. Δεν σου γεμίζει το μάτι έτσι όπως στέκει λυπημένο στην γωνιά του δρόμου. Να ‘ξερα ποιος ίδρωσε για να το στερεώσει πάνω σε τούτη τη ζωή που τρέμει. Να του σφίξω το χέρι, με τον σεβασμό που αρμόζει στους μεγάλους ανθρώπους. Το όνομα του ξεναγού μου εκείνο το απόγευμα στην Κοκκινιά ήταν Σάκης Σερέφας. Φερμένος από την Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, φορτωμένος ομίχλες πλησίασε χαμογελαστός. Είπαμε τα καθέκαστα, πάει να πει δυο τρεις κουβέντες, τυλιχτήκαμε καλά μες στα πανωφόρια μας και προχωρήσαμε.
«Κάποτε όλα τα καράβια φτάνουνε σε ένα λιμάνι, γνωστό και τετριμμένο αυτό μα αν το δει κανείς μεταφορικά θα εννοήσει πως κρύβονται πολλές σοφίες σε τούτο το απόφθεγμα, πάντως το Ευαγγελίστρια έφτασε σε τρεις μέρες κυριολεκτικά στον Πειραιά και οι ξεριζωμένοι οι άνθρωποι να τοι κατεβαίνουν από το καράβι και τότε τα κουρέλια που φοράνε τους τα παίρνουνε και τους τα βράζουνε στον κλίβανο για να φύγει η ψείρα και τους μαντρώνουνε τσίτσιδους στα απολυμαντήρια γι ανα ψοφήσει πάνω τους η ψείρα και τους κουρεύουνε τα κεφάλια τους γουλί για να μην ξαναφτιάξει φωλιά εκεί η ψείρα και τους βάζουνε στις παράγκες και όταν αυτοί βγαίνουνε στον δρόμο τους φωνάζουνε από τριγύρω κοιτάτε μωρέ τους πρόσφυγες τους τουρκομερίτες», είπε ο Σερέφας. Και εμπρός μας ανοίχτηκε ένας ολόκληρος κόσμος, παλιός, ένας πίνακας ευαγγελισμού. Με τα κορίτσια του και τα παλικάρια και τους βλάμηδες που κάνουν την Κοκκινιά σήμερα έναν τόπο ηρώων, γεμάτο από εκείνο το είδος της λαϊκής σοφίας που ερμηνεύει τόσο αυθεντικά τη ζωή. Μια Κυριακή, σαν παραβάν καμωμένο από κλωστή ολόχρυση, έπεσε παντού και χυθήκανε τα πρωινά από τις φωτογραφίες. Καρδιές πάνε και έρχονται στην οδό Μεγάρων και ανάμεσά τους η Ευαγγελία Αταμιάν, η πολυθρύλητη Μαρίκα Νίνου που έμελε να γράψει μερικές από τις πιο μαγικές σελίδες της μουσικής ιστορίας αυτού εδώ του τόπου.
«Ξέρετε, γεννήθηκε επάνω στο πλοίο Ευαγγελίστρια. Πρώτο της σπίτι η θάλασσα, φανταστείτε», σχολίασε ο Σάκης Σερέφας. Στα χέρια του ένα μικρό εγχειρίδιο για την Μαρίκα, όχι την ερμηνεύτρια, όχι τη φωνή, μα την ανθρώπινη Νίνου, αυτή που πάλεψε για την ζωή της και ας έχασε, την Μαρίκα, την Σεράχ που πάντα αγρυπνά ανάβοντας μικρές φωτιές κάτω στα τραπέζια. Μια ορχήστρα παίζει στην αυλή ενός παλιού σπιτιού. Ένα κορίτσι ανάμεσά τους χορεύει, θα ‘ναι η Σεράχ του τραγουδιού. Το λέω στον Σερέφα και εκείνος απαντά, «μπορεί, γιατί όχι, άλλωστε όλα μυθοπλασία δεν είναι; Και τα τραγούδια για όσα θέλουμε να αγαπάμε δεν μιλάνε;», απάντησε εκείνος αφοπλιστικά και για μια στιγμή αφεθήκαμε στις μελωδίες των παιδιών από το χαμόσπιτο που ‘παιρνε ζωή. Σε μια άκρη είδα την Μαρίκα, χαμογελούσε και έμπαινε στα ρεφραίν, σαν μύθος χιλιοειπωμένος. «Έχει μια πίκρα στα γυρίσματα», μου είπε χαμηλόφωνα ο Σερέφας για να μην χαλάσει το όνειρο. Και εγώ συμφώνησα ολότελα μαγεμένος από την φωνή της, κελαριστή να στέλνει τις πονεμένες τις καρδιές μες στα μαύρα τα νερά για να πνιγούν. Η Μαρίκα, με ολόμαυρο φουστάνι και τα χρυσά της έδωσε μια και σκόρπισε από τη ζωγραφιά. Και πεθάνανε οι ορχήστρες και η οδός Μεγάρων πήρε πάλι τον ανήφορο της τωρινής της ζωής.
«Ξέρετε, το τοπίο το φτιάχνουν τα μάτια καθώς κοιτάζουν ότι αγαπούν», δήλωσε εξομολογητικά ο Σάκης Σερέφας. «Ξέρετε η Νίνου δεν σημαίνει πια μονάχα ένα πρόσωπο. Είναι κάτι βαθύτερο, μια ουσία εντός μας, μια φωνή που δεν έπαψε ποτέ να μας μιλά».
«Για αυτό γράφετε για εκείνη;»
«Ω συγχωρέστε με, όλα ετούτα είναι μυθιστόρημα».
Προχωρήσαμε μα εγώ συλλογίζομαι πως αλλιώς δεν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για την Μαρίκα Νίνου. Είναι γεφύρι η φωνή της, από πάνω του περνούν οι πικρές καρδιές. Μες στο λαϊκό το μαγαζί που παίζει ο κόσμος χαλά. Και ο έρωτας, η ομορφιά που λαμβάνει διαστάσεις εξωτικές στο πρόσωπο της Ζαίρα, κάνουν τις λέξεις του Σερέφα να παίρνουν ζωή. Και είναι όλα εκείνα που περιέχει το μικρό του εγχειρίδιο ιδρώτας των τραγουδιών που σταλάζει, μες στην καρδιά χτυπά σαν κεραυνός τα όργανα. Και το σπασμένο μας φτερό, αγγέλου φτερούγα, ζωντανεύει. Και οι μικρές μας λέξεις, σωστές τραγωδίες μπαίνουν στην σειρά και γίνονται λύπες που υπομένονται. άμα τραγουδάει η Νίνου. Θα την ακούσεις στο πλάι του Τσιτσάνη να πιάνει τον αμανέ, με μουσικές που κάνουν τις ψυχές να γονατίζουν. Έτσι γεννιέται το «Άνθρωπος Μαρίκα», αυτό το τρυφερό εγχειρίδιο που σιγοκαίει στα ράφια των βιβλιοπωλείων.
«Υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος να τα βάζει κανείς με ταύρους, να τηγανίζει αυγά, να πίνει νερό και κρασί», σχολιάζει ο άνθρωπός μου. Ο Νοέμβρης αγριεύει, τρομεροί βοριάδες θαρρείς και αλλάζουν θέσεις στα ορόσημα αυτού εδώ του κόσμου. Για την Νίνου μπορεί κανείς να μιλήσει με όποιον τρόπο θέλει. Όλα φθάνουν σαν σινιάλα, προικισμένα με την αμεσότητα της μουσικής, την αίρεση, την πυκνότητα και το μέταλλο της φωνής της, όλα τους ικανά να την αναδείξουν σε σημείο αναφοράς του πολιτισμού μας. Η Νίνου και το ρεμπέτικο έχουν μια κοινή ιστορία να πουν, με μια συγχορδία κάνουν κομμάτια την καρδιά μας. Πάνω στον σταυρό του βίου μας, εκείνο το κορίτσι ανάβει ένα σπίρτο. Και ο Σάκης Σερέφας κοιτάζει στην άλλη την πλευρά. Τον ακολουθώ κατά μήκος του δρόμου, είναι ο άνθρωπός μου, η Μαρίκα του ανταμώνει τη μοναξιά μας τόσο ανεπιφύλακτα και ακατάλυτα. Η Νίνου του Σάκη Σερέφα, επιβεβαιώνει πως μες στον πρόστυχο τον κόσμο φανερώνεται καμιά φορά μια φύση θεϊκή, ένα ανάγλυφο ή ένα τραγούδι που κρύβει εντός του ολόκληρη την ράτσα. Αυτό ήταν για πάντα τα τραγούδια της Νίνου που ηχεί μισό και βάλε αιώνα σαν το κυπρί στην μεσιανή καμάρα της λαϊκής μας ιστορίας, εκείνης που είναι καμωμένη από τον πιο οικείο, θερμό κλασικισμό. «Το πεπρωμένο της χαραγμένο στον 38ο βόρειο παράλληλο» και «Ρεστοράν – μπαρ Νέον Βυζάντιον, Αίμα στην πίστα» σημειώνει ο Σερέφας μες στο απόγευμα που πεθαίνει σαν τελειωμένη μπαλάντα.
Τώρα επιστρέφω στο αμάξι. Η νύχτα έχει πέσει για καλά και ο άνεμος στα δέντρα της Παλιάς Κοκκινιάς χτυπά το σύρμα του μπαγλαμά. Και η Μαρίκα, όποιος και αν είναι ο δρόμος του λαϊκού μας τραγουδιού, στέκει πρόδρομος του. Κατηφορίζω βιαστικός και σταματώ μόνο έξω από εκείνο το σπίτι με τις τριανταφυλλιές, που είναι σαν θημωνιά περιφραγμένη από τα χρόνια. Σε ένα σπίτι γλεντούν. Η Μαρίκα στη διαπασών των μεσημεριών της ζωής μας , ύφασμα χρυσό ριγμένο πάνω στις εποχές, όπως σεντόνι σε έρημο καθρέφτη. Και είναι ανθρώπινη όσο ποτέ στα χέρια του Σάκη Σερέφα. Μια αξιοπρέπεια κρατά για το τέλος της καθώς περνά στις τάξεις της αιωνιότητας. Είναι ο Άνθρωπος Μαρίκα, μια μορφή δωρική μες στη μουσική μας, που έφυγε νωρίς. Τραγούδησε ώσπου να σπάσει η φωνή της και έτσι σημάδεψε ανεξίτηλα το ελληνικό τραγούδι.
Ο Σάκης Σερέφας υπήρξε ο ιχνηλάτης στη μυθιστορηματική αναπαράσταση των στιγμών που ανέδειξαν την Μαρίκα Νίνου. Την Βαγγελιώ της Σμύρνης και της Κοκκινιάς, μια λευκή πεταλούδα πάνω από τα χαλάσματα. Κοίταξα τον άνθρωπό μου που χανόταν μες στο πλήθος και συλλογίστηκα πως υπάρχουν λίγοι σαν εκείνον εκεί έξω, να εμπλουτίζουν λέει διαρκώς την γεύση των πραγμάτων. Παίρνω τον δρόμο της επιστροφής. Η οδός Μεγάρων σύγχρονη, έτοιμη να αλλάξει. Στο ραδιόφωνο πετυχαίνω ένα τραγούδι της. Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα η Μαρίκα Νίνου θα στέκει για πάντα σημείο αναφοράς, ένα επίχρισμα πάνω στην πρόσοψη της Ελλάδας που προχωρεί με στίχους και σημαίες και ύστατες απώλειες.